- γαλακτοκομικός
- η , ό[ν]1) относящийся к молочной промышленности; 2) молочный;
γαλακτοκομικός σταθμός — молочный пункт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλακτοκομικός σταθμός — молочный пункт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλακτοκομικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη γαλακτοκομία … Dictionary of Greek
γαλακτοκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γαλακτοκομία: Γαλακτοκομικές μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)